- ἐπέπληξαν
- ἐπιπλήσσωstrikeaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμάλωτος — η, ο [μαλώνω] 1. αυτός που δεν τόν μάλωσαν, δεν τόν επέπληξαν 2. αυτός που δεν φιλονίκησε με άλλον … Dictionary of Greek
απαρατήρητος — η, ο (Α ἀπαρατήρητος, ον) αυτός που διέφυγε την παρατήρηση των άλλων, που κανείς δεν τον είδε νεοελλ. αυτός που δεν του έγινε παρατήρηση, δεν τον επέπληξαν αρχ. επίρρ. ἀπαρατηρήτως χωρίς προφύλαξη … Dictionary of Greek